ζυμῶν

ζυμῶν
ζῡμῶν , ζύμη
leaven
fem gen pl
ζῡμῶν , ζυμόω
leaven
pres part act masc voc sg (doric aeolic)
ζῡμῶν , ζυμόω
leaven
pres part act neut nom/voc/acc sg (doric aeolic)
ζῡμῶν , ζυμόω
leaven
pres part act masc nom sg
ζῡμῶν , ζυμόω
leaven
pres inf act (doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • κρασί — Ποτό που παράγεται από την ολική ή μερική αλκοολική ζύμωση του μούστου (γλεύκους) των νωπών σταφυλιών. Από χημική άποψη, το κ. είναι ένα μείγμα από 85 90% νερό, 5 14% αιθυλική αλκοόλη (οινόπνευμα) και από άλλες ουσίες, που προσδίδουν τα… …   Dictionary of Greek

  • παντοθενικός — ή, ό φρ. «παντοθενικό οξύ» (βιοχ.) η βιταμίνη Β5, που είναι βασική για τον μεταβολισμό τών ζώων και αποτελεί αυξητικό παράγοντα τών ζυμών και ορισμένων βακτηρίων. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. pantothenic (acid) < αρχ. πάντοθεν «από όλα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”